Hydra
01 - ΤΟ ΑΙΜΑ ΣΟΥ ΠΑΓΩΝΕ ΚΑΠΟΤΕ
Το αίμα σου πάγωνε κάποτε
Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σάν το φεγγάρι,
μέσα στήν ανεξάντλητη νύχτα
το αίμα σου άπλωνε τις άσπρες του φτερούγες
πάνω στούς μαύρους βράχους,
τα σχήματα τών δέντρων και τα σπίτια
με λίγο φώς από τα παιδικά μας χρόνια.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
02 - ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΟ ΣΦΥΓΜΟ ΣΟΥ
Κράτησα το σφυγμό σου („Quid πλατανών opacissimus?“)
…
Τα δάχτυλα μου στο μαλακό χορτάρι,
βρήκαν τα δάχτυλά σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.
Κάτω απ᾽το πλατάνι,
κοντά στο νερό,
μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε
και σε κομμάτιαζε
γύρο μου, κοντά μου,
χωρίς να μπορώ να σ᾽ αγγίξω
ολόκληρη
ενωμένη με τη σιωπή σου
ενωμένη με τη σιωπή σου
βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει
και να μικραίνει,
να χάνεται στους άλλους ίσκιους,
μέσα στον άλλο κόσμο που σ᾽ άφηνε και σε κρατούσε.
Τα δάχτυλα μου στο μαλακό χορτάρι,
βρήκαν τα δάχτυλά σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.
Δώσε μας, έξω από τον ύπνο
Δώσε μας, έξω από τον ύπνο,
τη γαλήνη.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
03 - ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΤΑ ΈΡΓΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Εδω τελειώνουν τα έργα της θάλασσας
Εδω τελειώνουν τα έργα της θάλασσας
Τα έργα της αγάπης
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν
Εδώ που τελειώνουμε
Αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα
Το αίμα και ξεχειλίσει
Ας μη μας ξεχάσουν
Τις αδύναμες ψυχές μες΄στ΄ ασφοδίλια
Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια,
Τα κεφάλια των θυμάτων
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε
Θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
04 - ΥΔΡΑ
... Τό πέλαγο τόσο πικρό γιά την ψυχή σου κάποτε,
σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια
λύγιζε, τα κλυδώνιζε κι όλο μαβί μ’ άσπρα φτερά,
τόσο πικρό γιά την ψυχή σου κάποτε
τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο.
Άσπρα πανιά και φώς
και τα κουπιά τα υγρά
χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου
ένα ημερωμένο κύμα.
Θα είταν ωραία τα μάτια σου να κοίταζαν
θα ήταν λαμπρά τα χέρια σου ν’ απλώνουνταν
θά ήταν σάν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου
μπρός σ’ ένα τέτοιο θάμα
το γύρευες.
Άσπρα πανιά και φώς
και τα κουπιά τα υγρά
χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου
ένα ημερωμένο κύμα.
Τι γύρευες μπροστά στη στάχτη ή μέσα στη βροχή
στην καταχνιά στον άνεμο,
τήν ώρα ακόμη που χαλάρωναν τά φώτα
κι η πολιτεία βύθιζε κι από τις πλάκες
σου ‘δειχνε την καρδιά του ο Ναζωραίος,
τι γύρευες? γιατί δέν έρχεσαι? τι γύρευες?
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
05 - ΝΟΤΙΑΣ I
Το πέλαγο σμίγει κατά τη δύση μιά βουνοσειρά.
Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μας τρελαίνει,
Αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκαλα απ’ τη σάρκα.
Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και στίς χαρουπιές.
Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια
Για να γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε
Τόσους μήνες
Και τα ρίχνουμε
μέσα στόν αποχωρισμό γιά να γεμίσει
Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα
Και σωπαίνει ο καθένας μπρός στόν άλλον
κοιτάζοντας,
Ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά
το φώς
Και το σκοτάδι στη βουνοσειρά κι εσένα.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
06 - ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τή σκοτεινή
ξεχνώντας τόν ήχο μιάς φλογέρας
πάνω σέ πόδια γυμνά πού πάτησαν
τόν ύπνο σου στήν άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Γράψε αν μπορέις στο τελευταίο σου όστρακο
τή μέρα τ’όνομα τόν τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα γιά νά βουλιάξει.
Βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στήν
αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ’αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τά κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στόν ύπνο τους, στόν ύπνο μας.
Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί καρτώντας
τη ζυγαριά που βάραινε
κατά το μέρος τής αδικίας.
Φτέρνα τής δύναμης θέληση ανίσκιωτη
λογαριασμένη αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,
δρόμος τής μοίρας με το χτύπμα
της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη.
Στον τόπο πού σκορπίστηκε που δέν αντέχει
στόν τόπο πού ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.
Βωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα τής φοινικιάς στή λάσπη.
‘Αφησε τά χέρια σου άν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στήν κόχη του καιρού
με το καράβι πού άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε τήν πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τόν ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες ψυχές.
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά.
όταν δέ μένει πιά ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρεβες δικό σου,
ακούγοντας μία κραυγή ακόμη
και του λύκου τήν κραυγή, το δικοι σου.
άφησε τα χέρια σου άν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ’ τόν άπιστο καιρό
και βούλιαξε.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
07 - ΝΟΤΙΑΣ ΙΙ
¨Αστρο της αυγής,
οτάν χαμήλονες τα μάτια
οι ώρες μας ήταν πιό γλυκιές
από το λάδι
πάνω στην πληγή,
πιό πρόσχαρες από το κρύο νερό
στόν ουρανίσκο,
πιό γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου.
Κρατούσες τη ζωή μας στην παλάνη σου.
Ύστερα απ’ το πικρό ψωμί τής ξενιτιάς
τη νύχτα άν μείνουμε
μπροστά στόν άσπρο τοίχο
η φωνή σου μας πλησιάζει
σάν έλπιση φωτιάς
Και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει
πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
08 - Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
πού έχουν σκεπή τό χαμηλό ουρανο μέρα και νύχτα.
Δέν έχουμε ποτάμια δέν έχουμε πηγάδια δέν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι΄ αυτές,
πού ηχούν και πού τίς προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα την ψυχή μας?
Πώς γεννηθήκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας?
Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυό μαύρες Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή
σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δέν τέλειωσαν
σώματα που δέν ξέρουν πιά πώς ν’ αγαπήσουν.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
09 - ΦΥΓΗ
Δέν ειταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ενα χαμηλωμένο βλεφαρό
πολύ μακρινό, πολύ μακρινό
Ενα χαμόγελο μαρμαρωμένο
Χαμένο μεσα στο πρωινό χορτάρι
Ενα παράξενο κοχύλι
Που δοκίμασε να το εξηγήσει
Η ψυχη μας, η ψυχή μας, η ψυχή μας
Η αγάπη μας δέν είταν άλλη
ψυλαφουσε σιγά μεσά στα πράγματα
που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει
γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε με τόσο πάθος
Κι άν κρατηθήκαμε απο λαγόνια
Κι άν αγκαλιάσαμε μ΄ολη τη δύναμη μας
Άλλους αυχένες, άλλους αυχένες
Κι άν σμίξαμε τήν ανάσα μας
Με την ανάσα εκείνου του ανθρώπου
Κι άν κλεισαμε τα μάτια μας.
Δεν είταν άλλη, μονάχα αυτός ο καημος
Να κρατηθουμε μέσα στη φυγή, μέσα στη φυγή, μέσα στη φυγή,
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
11 - Το ΦΩΣ
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν _
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’άλλα μάτια_
ξέρεις πώς εκείνοι που έμειναν,
σε γελούσαν,
το παραμίλημα τής σάρκας, ο όμορφος χορός που τελειώνει στη γύμνα.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά, άξαφνα βλεπείς να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια
σου_
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι _ ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλα σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φώς, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα
ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια_
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φώς μ’ ένα νόμιζμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανία και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια_
ακόμη τώρα κατεβαίνουν λοξά
πρός τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.
Αγγελικό και μαύρο, φώς,
γέλοιο τών κυμάτων στις δυμοσιές του πόντου,δακρυζμένο γέλοιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα_
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη_
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου, σκοτεινή κοπέλα_
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηιδες, Γραίες τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης_
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φώς _ και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, απο βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φώς της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
10 - ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕΣ ΤΟ ΦΩΣ (ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ)
«Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νούς δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ΄απαλύνουν τήν πληγή
πού έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκοβιός κι΄ο μιγοχάφτης.
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,
άκουσε τών ανέμων την ταφή.
Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο ήλιος έγινε κουρέλι
σε μιάς μεσόκοπης λαιμό
που βήχει καί δέν έχει τελειωμό.
το καλοκαίρι πού ταξίδεψε τή θλίβει
μέ τά μαλάματα στούς ώμους και στήν ήβη.
Γυναίκα πού έχασες τό φώς,
άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.
Σκοτείνιασε. κλείσε τά τζάμια.
κάνε σουραύλια μέ τά χτεσινά καλάμια,
και μήν ανοίγεις όσο κι΄α χτυπούν.
φωνάζουν μα δέν έχουν τι να πούν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ΄τήν άμμο, κι΄ απ΄ τη θάλασσα ανεμώνες.
γυναίκα που έχασες το νού
άκου, περνά το ξόδι του νερού...
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
12 - ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ (ΜΠ)
Το περιβόλι με τα συντριβάνια του στή βροχή
θά τά βλέπεις μόνο από τό χαμηλό παράθυρο
πίσω από το θολό τζάμι.
Η κάμαρά σου θά φωτίζεται μόνο από τη φλόγα του τξακιού
και κάποτε, στίς μακρινές αστραπές
θα φαίνουνται οι ρυτίδες του μετώπου σου,
παλιέ μου Φίλε.
Το περιβόλι με τα συντριβάνια που ήταν στο χέρι σου,
που ήταν στο χέρι σου ρυθμός της άλλης ζωής,
έξω από τα σπασμένα μάρμαρα
και τίς κολόνες τίς τραγικές
κι ένας χορός μεσά στις πικροδάφνες
κοντά στα καινούργια λατομεία,
κι ένας χορός μεσά στις πικροδάφνες
κοντά στα καινούργια λατομεία,
ένα γυαλί θαμπό
θα το’ χει κόψει από τίς ώρες σου.
Δέ θ΄ ανασάνεις. το χώμα κι΄ο χυμός τών δέντρων
θα ορμούν από τη μνήμη σου
για να χτυπήσουν
πάνω στό τζάμι
αυτό πού το χτυπά η βροχή
από τον έξω κόσμο.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
13 - ΛΥΠΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ ΑΦΗΣΑ
Λυπούμε γιατί άφησα
να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιώ
ούτε μιά στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό, τι αγάπησα χάθηκε
μαζί με τα σπίτια
που είταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρπυ.
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Zotos sings Theodorakis
01 - ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ
Όμορφη πόλη, φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι, κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει, χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα.
Θα γίνεις δικιά μου
πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα
πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου.
Η νύχτα έφτασε
τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε
οι δρόμοι χαθήκαν.
»Λιποτάκτες«
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
02 - ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑ
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π' αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
»Τα Λυρικά«
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
03 - Η ΑΥΛΗ
Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ'τη ζωή.
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα `ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ' ένα καρφί και μ' ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ.
Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό.
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα `ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ' ένα καρφί και μ' ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ.
»Τραγούδια του αγώνα«,
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
04 - ΚΛΕΙΣ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Απόψε μη μιλήσεις για ποιήματα
και για τον πόνο που σου σπάζει τα νεφρά.
Ο δίπλα δεν ακούει τα χτυπήματα
με τη βροχή, δεν πιάνουν τα μηνύματα.
Κλείσ' το παράθυρο και μπαίνουν τα νερά.
Μυρίζει ο διάδρομος ιώδιο
κι αυτόν στο βάθος τον φέραν σηκωτό.
Αποβραδίς τον είχαν στο υπόγειο,
ηλεκτρισμένο θα `ταν το καλώδιο
που θα τ' αγγίζανε στο στόμα το κλειστό.
Απόψε μη μιλήσεις για ποιήματα
και για τον πόνο που σου σπάζει τα νεφρά.
Ο δίπλα δεν ακούει τα χτυπήματα,
με τη βροχή δεν πιάνουν τα μηνύματα.
Κλείσ' το παράθυρο και μπαίνουν τα νερά.
»Τραγούδια του αγώνα«,
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
05 - ΕΠΟΥΡΑΝΙΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ
Επουράνιοι ποταμοί, υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας,
οδός Ονείρων, Ομόνοια, Σίλβα, Σίλβα,
τα νερά τους ξανθά,
δυο στρώματα ξανθά,
δυο στρώματα πράσινα,
στη μέση εγώ, κόκκινη ακρίδα,
φτερά φυσαρμόνικες, ήχοι από νερό,
σαύρες, φεγγάρια,
βουτούν, βυθίζονται, πνίγονται,
κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα,
Σίλβα, Σίλβα.
»Ήλιος και Χρόνος«
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
06 - ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Μες στη βροχή, τη νύχτα αργά, περπατούν
αυτοί που μουσική πουλούν,
φορούν φτωχά καπέλα σταχτιά,
στα χέρια τα βιολιά
σαν τα νεκρά παιδιά.
Μες στο σταθμό, καμιά φορά, σταματούν
μακριά στο πουθενά κοιτούν,
γι' αυτούς τα τρένα δεν ξεκινούν
και πάνε κατά κει
που κλαίει η μουσική.
»Τα Λυρικά«
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
07 - ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλληκάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.
»Τα Λυρικά«
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
08 - ΤΑ ΚΕΛΙΑ ΑΝΑΣΑΙΝΟΥΝ
Τα κελιά ανασαίνουν,
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά,
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά.
Η βροχή μας ενώνει,
ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο,
Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.
»Ήλιος και Χρόνος«
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
09 - ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
Ο άνεμος γέννησε τη νύχτα και το πέλαγος
κι έγινε θάλασσα και γνώρισε η θάλασσα το βάθος της.
Κι η νύχτα γέννησε τα δέντρα και τη χλόη
κι έγινε ουρανός και πουλιά τ' ουρανού και πανσέληνος
κι έγινε φως και γνώρισε το φως τη λάμψη του.
Ημέρες δύο.
Ο άνεμος γέννησε την πίκρα και τη μουσική
κι έγινε δάκρυ και γέννησε το δάκρυ τα μάτια μας
κι η πίκρα γέννησε τις εποχές και τα πουλιά
και γέμισαν τα όρη άγρια ζώα, ερπετά και χρώματα
κι έγινε δρόμος και γνώρισαν οι δρόμοι τη μοίρα τους.
Ημέρες δύο.
Ο άνεμος γέννησε την πέτρα και το σίδερο.
Κι έγινε άντρας και γνώρισε ο άντρας τη δύναμή του
κι η πέτρα γέννησε τη λάσπη και το μόχθο
κι έγινε μαχαίρι και καρφιά και σύννεφο
κι έγινε γυναίκα και γνώρισε η γυναίκα τη μοναξιά της
και γέμισε η μοναξιά τον καημό και τη λύπη μου.
Ημέρες γενεές δεκατέσσερις.
»Αρκαδία ΙΙ«
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
10 - ΦΑΙΔΡΑ
(Αγάπη μου)
Αστέρι μου, φεγγάρι μου
της άνοιξης κλωνάρι μου
κοντά σου θα 'ρθω πάλι
κοντά σου θα 'ρθω μιαν αυγή
για να σου πάρω ένα φιλί
και να με πάρεις πάλι
Ο ποταμός είναι ρηχός
κι ο ωκεανός είναι μικρός
να πάρουν τον καημό μου.
Να διώξουνε τα μάτια σου
να πωίξουνε τους όρκους σου
απο το λογισμό μου.
Αγάπη μου, αγάπη μου
η νύχτα θα μας πάρει
τ' άστρα κι ο ουρανός
το κρύο, το φεγγάρι
Θα σ'αγαπώ, θα ζω μες στο τραγούδι
Θα μ'αγαπάς, θα ζεις με τα πουλιά
Θα σ'αγαπώ, θα γίνουμε τραγούδι
Θα μ'αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά
Αγάπη μου, αγάπη μου...
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
11 - ΕΛΕΝΑ
Στο τέταρτο πάτωμα
η μαμά σου κοιμάται Έλενα, Έλενα, Έλενα.
Μουσική θεία τα όνειρά της, τα όνειρά της,
τα όνειρά της Πεπίνο Ντι Κάπρι.
Μουσική θεία τα όνειρά της, τα όνειρά της,
τα όνειρά της Πεπίνο Ντι Κάπρι.
Πέρα από τη θάλασσα μην την ξυπνήσεις.
»Ήλιος και Χρόνος« Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
12 - ΣΚΕΠΑΣΕ ΑΤΜΟΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΜΑΣ
Αυγή αφράτη, τσεκουριά στην πλάτη
απ'τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά
και κρεμάστηκε μεσ' τα παράθυρά μας
Σκέπασε ατμός ατμός τον έρωτά μας
Η νύχτα απόλυτη γαλήνη
στα κρεμαστάρια σφαχτάρια τα ρούχα μας
»Λιποτάκτες«
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
13 - ΧΑΘΗΚΑ
Χάθηκα μέσα στους δρόμους
που μ'έδεσαν για πάντα
Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια.
Χάθηκα, γιατί δεν είχα τα φτερά
κι' είχα εσένα Κατινιώ.
Γιατί είχα όνειρα πολλά.
Και το λιμάνι και το λιμάνι είναι μικρό
Γιατί ήμουν πάντα μόνος και θα 'μαι
πάντα μόνος.
»Λιποτάκτες«
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
14 - ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να 'ρθούνε, να βρουν συντροφιά.
Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.
Να βρούνε γωνιά ν' ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα 'ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.
»Τα Λυρικά«
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
15 - ΑΘΤΟΙ ΜΟΥ ΘΑ ´ΡΘΟΥΝ
Αυτοί που θα ΄ρθουν μια βραδιά
θα βρουν τα δάκρυά μας
πληγές θα βρούνε και καπνό
και στάχτη τη χαρά μας.
Κι αν θα μου πάρουν τη φωνή
θ' αφήσω τον καημό μου
κι αν γίνει ξένος ο καημός
θ' αφήσω τ' όνειρό μου.
Κι αν πάρουν και τα χρόνια μου
στο αίμα μου θα μείνουν
κι αν γίνει το αίμα μου νερό
πουλάκια θα το πίνουν.
»Αρκαδία ΙΙ«
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Amour Fou
01 - ΦΥΓΕ
Ω, φύγε μακριά μου
μακριά οσο μπορεί
κι ́ αν σ ́ αναζητήση θλιμμένη η ματιά μου
ονείρου που εσβήστη τα χνάρια να βρη.
Στιγμή πιά σιμά μου
μη μένεις. Ωϊμέ
ουτ ́ ένα λουλούδι χλωρό στήν καρδιά μου
κι ́ αν συ πλανευτής θα πλανέψης κ ́ εμέ.
Και πιότερο εμένα
τρελλή ́ναι η καρδιά.
Μου το ́παν τα μάτια σου τα φοβισμένα,
θυμάμαι, την πρώτη στον κήπο βραδιά.
Μαρία Πολυδούρη
02 - ΟΝΕΙΡΟ
Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα
χίλια αγκάθια το καθένα
κι΄ οπως τα ΄σφιγγα πονούσα.
Να περάσης καρτερούσα
στο βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.
Μεσ΄ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κι έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα ΄χα φέρει μόνη.
Μαρία Πολυδούρη
03 - ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ
Έλα μαζί μου, αφού ήθελες ν' ανέβεις
σε τούτη την απόκοσμη κορφή.
Μονάχα μη θελήσεις να κατέβεις
δεν είναι πουθενά μια επιστροφή.
Την πλάνα ανησυχία σου θα πληρώσεις,
όχι σαν άλλοτε, με χαλασμό.
Τώρα πρώτη φορά θα παραδώσεις
και τον στερνό σου ακόμα στοχασμό.
Και τότε πια τα μάγια θα λυθούνε.
Θα μείνουμε μονάχοι στην ερμιά.
Τα γύρω σ'ένα γύρο θα χαθούνε
και θα ΄μαστε σαν κρεμαστά κορμιά.
Τα χέρια μας μονάχα, τα μαλλιά μας
θ' αγγίζουν στο φοβερό κενό.
Σαν άνεμος θα παίρνει τη μιλιά μας
και θα ΄ναι τάχα εμπόδιο κοινό,
ενώ μέσα στα λόγια μας θα πνέει
της ίδιας της ψυχής μας ο χαμός.
(Και μ' όλα αυτά να μοιάζουμε σα νέοι
κι ούτε κι αυτός να λείπει ο στολισμός!)
Μαρία Πολυδούρη
04 - ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Χλωμή αδερφούλα
η μέρα φτάνει
και στα ματάκια σου
ύπνος δεν φάνει.
Τι σε παιδεύει
κ΄ έχεις την όψη
σκληρή; σαν άνθος
που τώχουν κόψει;
Ξέρω τι αγάπες
κλείνεις στα στήθια.
Θέλεις λουλούδια
και παραμύθια.
Σήμερα κιόλα,
πρίν βασιλέψη
θα πάω στόν κήπο
πού ΄χες φυτέψει.
Όλα για μένα
θα ξανανθίσουν.
Θά ΄μαι θλιμμένη,
θα μ΄αγαπήσουν.
Και θα μου δώσουν
κάτι δικό τους.
Τη δροσοχάρη,
το μυστικό τους.
Και μιά ιστορία
θα ΄χη καθένα.
Θά την μιλήσουν
σιγά σε μένα.
Και θα στα φέρω
μ΄ακούς; Νυστάζεις.
Σα να κοιμάσαι
κι όμως κυττάζεις.
Είμαι κοντά σου,
σέ νανουρίζω.
Τα βάσανα σου
πικρά γνωρίζω
Μονάχα ο ύπνος
δε λέει «θυμήσου».
Χλωμή αδερφούλα
φέγγει... κοιμήσου...
Μαρία Πολυδούρη
05 - ΟΧΙ ΜΕ ΠΛΟΙΟ
Οχι με πλοίο, καράβι θέλω
μεσ' στο βαθύ σου κόλπο να πετάξω,
στο λιμανάκι σου ήσυχα ν' αράξω,
φιλήματα πολλή ώρα να σου στέλλω,
μικρούλα πόλη, λευκή χαρά μου.
Κι΄οπόταν η καρδιά μου πια αλαφρώση,
η αύρα σου τα πανιά μου να φτερώση,
τα σκλαβωμένα αδύναμα φτερά μου,
να φύγω πάλι χωρίς εμπόδιο.
Νάμαι αλαφριά στον αναλογισμό σου
κι' όλα μαζί, μαζί κι' ο χωρισμός σου
γλυκύτατο να μου είνε κατευόδιο.
Μαρία Πολυδούρη
06 - ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντα σου είναι η γαλήνη και το φώς.
Στου νού μας τη χρυσόβεργην ανέμη.
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ' αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάϊ μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι' ανύποπτα περνά μέσ' στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι' όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Μαρία Πολυδούρη
07 - ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ασημένιο το μέτωπο. Και ωραία
τα μάτια σου εφωσφόριζαν γαλάζα.
Το πιάνο καθώς άνοιγες, δυό νέα
τριαντάφυλλα τρεμίζανε στά βάζα.
Μα οι κρόταφοί σου ρόδα ωραία.
Επάλευαν τα χέρια σου, εκερδίζαν
τα πλήχτρα υποχωρούσανε. τις νότες,
τη μελωδία σαν έπαθλο εχαρίζαν.
Ακούαμε. Και τα αισθήματα, δεσμώτες
που την ελευτερία τους εκερδίζαν.
Δε θυμούμαι καλά, περάσαν χρόνια,
πώς είχες όμως λέω και τραγουδήσει.
εξόν αν εκελάηδησαν αηδόνια.
Λάλο ή βουβό, το χείλος σου είναι βρύση,
ελάφια κουρασμένα εμέ τα χρόνια.
Η πεταλούδα πάντα θα πετάξει
αφήνοντας στα δάχτυλα τη γύρη.
Θρόισμα το αντίο, το χέρι σου μετάξι,
κ' εχάθηκες. Από το παραθύρι
η πεταλούδα πάντα θα πετάξει...
Κώστας Καρυωτάκης
08 - Σ' ΕΝΑ ΦΙΛΟ
Θαρθω ένα βράδυ, στρέφοντας στο δρόμο που με παίρνει,
θαρθω να σ΄ εύρω μοναχόν με το παλιό ονειρό σου.
Η Εσπέρα τις λεπτές σκιὲς νωχελικά θα σέρνη,
περνώντας στο μοναχικό, περνώντας στο μοναχικό,
περνώντας στο μοναχικό μπροστά παράθυρό σου.
Στη σιωπηλή σου κάμαρα θα με δεχτής και θάναι
βιβλία τριγύρω σε σιωπή βαθιά εγκαταλειμμένα.
Πλάι πλάι θα καθίσουμε. Θα πούμε για όσα πάνε,
για όσα προτού τα χάσουμε μας είναι πεθαμένα,
για την πικρία της άχαρης ζωής, για την ανία,
για το που δεν προσμένουμε τίποτε ν΄ αληθέψει,
για τη φθορά, και σιγαλιά στη σκοτεινή ησυχία
θα σβήσει κ΄ η ομιλία μας κ΄ η τελευταία σκέψη.
Μα η νύχτα στο παράθυρο θα ρθει να σταματήσει
Μύρα κι ανταύγειες αστεριών κι' αύρες θ' ανακατέψη
με το μεγάλο κάλεσμα που θ' αποπνέει η Φύση,
με την καρδιά σου που η σιωπή δε θα την προστατέψει.
Μαρία Πολυδούρη
09 - ΓΙΑΤΙ Μ' ΑΓΑΠΗΣΕΣ
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιρού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' εχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκαν το υπέρτατο
της υπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.
Μαρία Πολυδούρη
10 - ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΩΡAΙΑ
Ολα είναι ωραία.
Ολα είναι αγάπη κι' αγάπης πόθος
τα ξεφυλλά.
Τόσο είνε ωραία καθώς πεθαίνουν
τόσο μοιραία
και σιωπηλά.
Εχω μια χάρη.
Στην άνθηση μου φορώ στεφάνι
το μαρασμό.
Εχω μια χάρη. Τι μούχουν δώσει
και μούχουν πάρει
το γιορτασμό.
Γιατί πεθαίνω.
γίνομαι ωραία, γίνομαι η αγάπη
που την ποθούν.
Κι' όλο πεθαίνω. Γύρω μου τ'άνθη
να τα πληθαίνω
να μαραθούν!
Marία Πολυδούρη
11 - ΧΑΜΟΓΕΛΟ
Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δεν βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.
Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη.
Ξεφεύγουνε απ' το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της.Τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες
που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.
Κώστας Καρυωτάκης
12 - ΕΛΑ ΓΛΥΚΕ
Έλα γλυκέ, κι' αν φτάνη η νύχτα
και το σκοτάδι δε σ' αρέση,
αστέρινο θαμπό στεφάνι
η αγάπη μου θα σου φορέση.
Στο ταραγμένο μέτωπό σου
αργά τα δάχτυλα θα σύρω
κι' ό,τι είνε πάθος στην καρδιά σου
θ' ανθίση δάκρια και μύρο.
Θα σου καρφώσω ένα λουλούδι
τ' όνειρο πάνω στην καρδιά σου,
θα πλέξω τα ξερά τα φύλλα
με τα κατάχλωρα μαλλιά σου.
Το δέσμιο πόθο μου θ' αφήσω,
μια πεταλούδα ναρκωμένη,
κ' έτσι στα χείλη σου θα νοιώσης
κάτι σα γύρη να σου μένη.
Έλα γλυκέ κι' ας φτάση η νύχτα.
Θα φέγγη η νειότη σου με θλίψη
το σκοτεινό να υφαίνω πέπλο
που ηδονικά θα με καλύψη.
Μαρία Πολυδούρη
13 - ΒΡΑΔΥ
Τα παιδάκια που παίζουν στ' ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη
Τ' αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει
Τ' ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου
Ένα τρένο που θα `ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου
Οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ' ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη...
Κώστας Καρυωτάκης
14 - ΑΓΑΠΗ
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κ' εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιάς νιότης
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη.
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δέν είμαι πλέον ο ναυαγός κι' ο μόνος
κ' ελύγισα σάν από τρυφερότη,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
ώστας Καρυωτάκης
Die leisen Stimmen der Erinnerung
- ΟΙ ΣΙΓΑΝΕΣ ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
01 - ΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΝΑ ΚΛΑΙΣ
Δυο μαύρα φτερά είναι ο νους μου
και νιώθω να τα ζυγίζω σαν γεράκι
πάνω από έρημη γη.
Αν δεν ξέρεις να κλαις
μην ψάχνεις τα δάκρια σου.
Κι εσυ δεν περιμένεις πια να σου δώσω
τίποτ΄ άλλο.
Τα πήρες όλα. Κι όλα νομίζω ότι
τα ΄θαψες βαθιά.
Αν δεν ξέρεις να κλαις
μην ψάχνεις τα δάκρια σου.
Καλύτερα έτσι. Να μην τα βλέπεις
και θυμάσαι
τον μεγάλο πόνο που φύτεψα
κάποτε στα χρόνια τα παλιά.
Αν δεν ξέρεις να κλαις
μην ψάχνεις τα δάκρια σου.
Χαιρετισμοί, 1981
02 - ΕΡΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Όλη η σκέψη μου είναι έν΄ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς
κρεμασμένο στο παράθυρό σου.
Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες
μυστικές ανταύγειες, κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη
το όνειρο της ζωής σου που ιλαρύνεται
από μια φλόγα ευδαιμονίας.
Κοίταξε τα φεγγάρια που λιώνουνε μες στα δάκρυα
κοίταξε τα δάκρυα που φλογίζουνε σαν αστέρια
κοίταξε τ΄ αστέρια που μοιάζουν με τις αμέτρητες
ελπίδες των καρδιών που η άρνηση της ζωής
τους αποκάλυψε το πεπρωμένο!
Και μην ξυπνήσεις! Δε θα ΄χεις εδώ να γνωρίζεις
τίποτα πιότερο απ΄ ό,τι ήδη γνωρίζεις
αφού κι ο πόνος ακόμα που σημαδεύει μ΄ ένα άστρο
το σκεφτικό μέτωπο της ζωής αρνήθηκε
τον εαυτό του και γίνηκε ως κι αυτός απόψε
χαρά!
Αθήνα, 1946
Μικροί νάρκισσοι
Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει
το μικρό γιασεμί που έσπειρες
με τα λεπτά σου δάχτυλα τούτη τη νύχτα
στην καρδιά μου.
Δε σ΄ έβλεπα διόλου –
δεν μπορούσα να δε διακρίνω
μέσα στο τόσο σκοτάδι.
Τα μάτια σου όμως ένιωθα
σ΄ όλο μου το δέρμα να με διατρέχουν
και μπορούσα να μαντέψω ακόμα
τους μικρούς Νάρκισσους πεσμένους
πάνω στα πρασινογάλαζα νερά τους
Αθήνα, 1946
03 - ΘΑ ´ΡΘΩ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ
Τρία αναποδογυρισμένα φεγγάρια
σε μια χούφτα νερό.
Τσακισμένο καράβι γεμάτο
κορυδαλλούς και βιολέτες.
Πέρασα μπροστά σου κι ήσουν
η χθεσινή βροχή.
Θα ΄ρθω να σε βρω κρατώντας
μια χορδή τεντωμένη στο χέρι.
Ξέρεις τις μικρές ανεμώνες που φυτρώνουν τον Απρίλη;
Θα ΄θελα πολύ να σ΄ τις αραδιάσω πλάι πλάι
μέσα σ΄ ένα πλαίσιο.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σου πω
τα όνειρα μου με δέρνουν για σένα...
Θα ΄ρθω να σε βρω κρατώντας
μια χορδή τεντωμένη στο χέρι.
Δεν έχω τίποτ΄αλλο
έξω απ΄το κουρελιασμένο μου μανίκι.
Δεν υποφέρω πια τη φωνή των πουλιών.
Πέρασα μπροστά σου κι ήσουν
η χθεσινή βροχή.
Θα ΄ρθω να σε βρω κρατώντας
μια χορδή τεντωμένη στο χέρι.
Αθήνα 1946
04 - Η ΡΑΓΙΣΜΕΝΗ ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ
Κάπου στο αδιέξοδο
να ζωγραφιστεί μια ψεύτικη πόρτα.
Μια πόρτα που θ΄ ανοίγει πολύ αργά
οτάν τα τείχη θα έχουν εξαφανιστεί.
Αν προλάβουν να εξαφανιστούν
πριν από την τέλεια ασφυξία.
Περνούσες σε διπλανό δρόμο
και τα ήξερες όλα. Η νύχτα έκανε λάθος
Ξέχασε τα επίσημα της μαύρα.
Ξέχασε τα ψεύτικα μυστήρια της
και πνίγηκε στον πόθο.
Ξημερώματα τη βρήκανε, αλλά δεν τη γνώρισαν.
Απλώνεις το χέρι
και τρέμουν κρυφά τα ‘επιπλα
χωρίς να ξέρεις εσύ πως είναι όλα τρελά,
εσυ δεν το ξέρεις.
Κι εγώ πνίγομαι σ΄όλα τα ποτάμια της νύχτας.
Χαιρετισμοί, 1981
Κι ενώ ακόμα ήσουνα στο Φώς,
η νύχτα ξαγρυπνούσε στο πλευρό σου.
Και μάνιαζαν απάνωθε σου
οι άγρι ανέμοι
όταν η pαγισμένη ακόμα μελωδία της Γαλήνης
σε σιγοκοίμιζε γλυκά γλυκά...
Ικαρία, 1947
05 - ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΛΟΓΙΑ
Της αγάπης λόγια σαν της Άνοιξης τα φύλλα
ένας ήλιος ήρθε και μας φίλησε στα χείλια.
Πέντε παλικάρια και μια νια χορεύουν
κι η καρδιά στο στόμα.
Όμοιες σαν κλωνάρια ανθισμένα με μια χάρη
πέντε αγάπες σμίγουν και φιλούνε το χορτάρι.
Έρως και Θάνατος, 1946
Αυτό το πέλαγος
μοιάζει σαν να΄ χει ανατριχιάσει από τον πόθο μου.
Θέλω να βρω μια βάρκα να ταξιδέψω.
Να γνωρίσω τις χώρες που κρύβονται πίσω από τον ορίζοντα
τις σκέψεις που κρύβονται πίσω από τα μάτια σου.
Αθήνα, 1946
06 - ΟΙ ΣΙΓΑΝΕΣ ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
...
στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλιά
στείλε μου τη φωνή σου να μου κοιμίσει τα όνειρα
δείξε μου το πρόσωπό σου
να δω το μπόι μου
την αρχοντιά μου
αρχόντισσά μου...
Ο Ήλιος και ο Χρόνος, 1967
Πώς να φωνάξω που δεν το θέλω
χανόμουν από κάθε σκέψη από κάθε θύμηση
δεν υπήρχα παρά στη φαντασία σου
παρά στη φαντασία μου που δεν υπήρχε πια.
Εύδηλος, Ικαρία, 1949
δείξε μου το πρόσωπό σου
να δω το μπόι μου
την αρχοντιά μου
αρχόντισσά μου
Και θυμάμε ... τα ... κόκκινα γαρούφαλα
στο μενεξί χαλί τ΄ ουρανού
μες στις χιλιάδες λάμψεις κάποιο φως
θα προστατεύει τώρα τις σιγανές φωνές της μνήμης σου...
Εύδηλος, Ικαρία, 1949
δείξε μου το πρόσωπό σου
να δω το μπόι μου
την αρχοντιά μου
αρχόντισσά μου
07 - ΕΓΩ ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ
Σαν έρθει το βράδι
και διώξει τη μέρα
θε να ΄ρθω κοντά σου
με τ΄ όνειρο μου...
Με σκυμμένο το βλέμμα
θα σου πάρω το χέρι
με κλεισμένο το στόμα
θα σου πω «σ΄ αγαπώ»!
Όνειρα, όνειρα
αχ, όνειρα μόνο!
Τ΄ όνειρο μου, η ζωή μου
επέταξε κι ήρθε
η νύχτα της μέρας.
Βήμα βήμα αντάμα
θα πάμε στο πάρκο
κι αγκαλιασμένοι
κοιτόντας τ΄ αστέρια
μ΄ ενωμένα τα χέρια
θε ν΄ ακούμε βουβοί
της ζωής και της νύχτας
την ωδή με τον ίδιο
τον πρώτο σκοπό...
Όνειρα, όνειρα...
Τρίπολη, 1942
08 - Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Ο ήλιος μεθυσμένος
η γη κομματιασμένη
σαν αρχαίο ναυάγιο
και πάλι το κενό
με τη γεύση της πληρότητας.
Ορφανός ο χρόνος
προσεύχεται σιωπηλά μια φωνή
η μοναδική
που βγήκε από τη σιωπή
γιατί δε θίγει τη σιωπή.
Αρχαίο ναυάγιο
σαν τ΄ άστρα τα ντροπαλά – τα πληγωμένα
από το κενό
το κενό με την ψυχή της πληρότητας
μεθυσμένη από τη φωνή
τη φωνή της σιωπής.
Μπουένος Άιρες, 1973
09 - ΜΙΚΡΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Ήρθες σαν αύρα κι απόθεσες τους Παράδεισους
στα χείλη μας μ΄ ένα φιλί.
Και μας προσπέρασες. Και σ΄ είδαμε εκστατικοί να λιώνεις
μέσα στο Άπειρο Φως!
Τώρα πια τίποτα δε μένει
που να θυμίζει το πέρασμά σου.
Τώρα πια τίποτα δε μένει
που να θυμίζει το πέρασμά σου.
Μόνο τα φιλημένα χείλη μας γίνηκαν αηδόνια
που στενάζοντας πετούν προς κάθε λάμψη
Μόνο τα φιλημένα χείλη μας γίνηκαν αηδόνια
που στενάζοντας πετούν προς κάθε λάμψη
τάχα μην είσαι συ και το φιλί σου.
τάχα μην είσαι συ και το φιλί σου.
Αθήνα, 1943
Τα δέντρα πού μας χωρίζουν έγιναν δωμάτια
τα λουλούδια άνθροποι
οι γαίες και τα μαμούνια
γραφεία, χαρτιά, κλειδαριές
το χάος γέμισε με χάος
η αγάπη.
το χάος γέμισε με χάος
η αγάπη.
Ο Ήλιος και ο Χρόνος, 1967
10 - ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΑΗΔΟΝΙ
Ένα πληγωμένο αηδόνι
ήρθε κι έπεσε απόψε
στον ανθισμένο σου κήπο.
Έπειτα όλα ησύχασαν
κι ήρθαν τα βήματά σου να συντροφέψουν
την πληγωμένη Σιωπή.
Τώρα κρατάς παγωμένο
στην απαλάμη σου μέσα
το νεκρό πόνο της Αγάπης.
Κι είσαι έτοιμη κι εσύ vα πετάξεις
στα πεπρωμένα που βαστούν
τον θόλο τούτης της Νύχτας
σ΄ ένα θριαμβικό κι αμφίβολο κυμάτισμα
και να μεθύσεις σαν Σκέψη που τρυπιέται
απ΄ τον υστερνότατο πόνο
κάποιου πληγωμένου αηδονιού!
11 - ΠΡΟΣΧΕΔΙΑ Γ´
Μόλις δακρύσει ο ουρανός
έβγα στο παραθύρι
μόλις χτυπήσει ο κεραυνός
κι μέρα θα ΄χει γείρει
σταλαματιά η αγάπη σου
πέλαγο η καρδιά μου
όλες τις στάλες της βροχής
τις μάζεψα για σένα
όλους τους πόνους της ζωής
τους μάζεψα από σένα
σταλαματιά η αγάπη σου
πέλαγο η καρδιά μου
Ο Ήλιος και ο Χρόνος, 1967